ελάττωμα


ελάττωμα
Προφορά

Ετυμολογία
ελάττωμα αρχαία ελληνική ἐλάττωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ελάττωμα

✦ υλική ή σωματική ατέλεια, μειονέκτημα, κουσούρι
✦ κακή συνήθεια
✦ ατελής λειτουργία

Συνώνυμα

Αντίθετα
προτέρημα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.