ελαφρός


ελαφρός
Προφορά

Ετυμολογία
ελαφρός αρχαία ελληνική ἐλαφρός

Ερμηνεία
ελαφρός

✦ κ. αλαφρός, -ιά, -ό επίθ. (Κ ελαφρά, -όν) που έχει σχετικά μικρό βάρος
✦ λεπτός
✦ ευκολοβάσταχτος
✦ ευκίνητος
✦ ήπιος, άτονος
✦ ευχάριστος
✦ ευκολοχώνευτος
✦ ευκολονόητος
✦ (μτφ. για πρόσ.) επιπόλαιος, ανόητος: οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν (Κ. Καβάφης)
✦ γυναίκα ελαφρών ηθών, ανήθικη

Συνώνυμα

Αντίθετα
βαρύς ,σοβαρός
Επιρρήματα
ελαφρά (Κ ελαφρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.