εισπνευστικός


εισπνευστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εισπνευστικός εισπνέω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εισπνευστικός -ή, -ό

✦ που χρησιμεύει ή έχει σχέση με την εισπνοή: εισπνευστικοί μύες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.