εισπνευστήρας
Προφορά
Ετυμολογία
εισπνευστήρας εισπνέω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εισπνευστήρας
✦ συσκευή που χρησιμοποιείται για θεραπεία με την απορρόφηση φαρμάκων από τα αναπνευστικά όργανα ή στην αναισθησία
✦ συσκευή για την εισπνοή οξυγόνου, ά. μάσκα οξυγόνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–