είσπραξη
Προφορά
Ετυμολογία
είσπραξη αρχαία ελληνική εἴσπραξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η είσπραξη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του εισπράττω, η λήψη οφειλομένων
✦ τα εισπραχθέντα χρήματα: οι διαρρήκτες άρπαξαν όλες τις εισπράξεις του καταστήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καταβολή
Επιρρήματα
–