δολιχοκρανία
Προφορά
Ετυμολογία
δολιχοκρανία δολιχός (= μακρύς) + κεφαλή – κρανίον
Ερμηνεία
δολιχοκρανία
✦ μορφή κρανίου, κατά την οποία η προσθιοπισθία διάμετρος είναι πολύ μεγαλύτερη από την εγκάρσια
Συνώνυμα
μακροκεφαλία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–