δοκούν
Προφορά
Ετυμολογία
δοκούν └ουδ┘ μτχ. του αρχαίου ελληνικού δοκῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δοκούν
✦ εύχρ. στη φρ. κατά το δοκούν, κατά τη γνώμη, κατά την αρέσκεια εκείνου στον οποίο αναφέρεται η φράση και επομένως αυθαίρετα: ενεργεί κατά το δοκούν (όπως του αρέσει)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–