δόλος


δόλος
Προφορά

Ετυμολογία
δόλος αρχαία ελληνική δόλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δόλος

✦ μέσο ή τέχνασμα για εξαπάτηση
✦ (νομ.) η από τον δράστη προεπίγνωση του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξεως

Συνώνυμα
πανουργία, κατεργαριά
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.