δαυλίτης
Προφορά
Ετυμολογία
δαυλίτης – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δαυλίτης
✦ η αρρώστια των σιτηρών άνθρακας
✦ το σιτάρι που έχει προσβληθεί από την αρρώστια αυτή: άμα θεριστεί άψητο το σιτάρι γίνεται δαυλίτης (Α. Καρκαβίτσας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–