δασοπυροσβέστης


δασοπυροσβέστης
Προφορά

Ετυμολογία
δασοπυροσβέστης δάσος + πυροσβέστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δασοπυροσβέστης

✦ αυτός που έχει ως έργο την κατάσβεση πυρκαγιών σε δάσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.