δαυλός


δαυλός
Προφορά

Ετυμολογία
δαυλός αρχαία ελληνική δαυλός – δαλός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δαυλός

✦ κομμάτι ξύλου που καίγεται
(μτφ. ) αιτία που προκαλεί καταστάσεις εκρηκτικές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.