γύρωση
Προφορά
Ετυμολογία
γύρωση αρχαία ελληνική γύρωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γύρωση
✦ κατασκευή κυκλικών λάκκων γύρω από τη ρίζα των κλημάτων για αερισμό του εδάφους
✦ σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων με ειδικά καρφιά (γυρωτικά)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–