γύφτικος


γύφτικος
Προφορά

Ετυμολογία
γύφτικος └ουσ┘ γύφτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ γύφτικος -η, -ο

✦ που ταιριάζει σε γύφτο
(μτφ. ) ακάθαρτος, κακομοίρικος
✦ πληθ. ουδ. τα γύφτικα ως ουσ., η συνοικία των γύφτων

Συνώνυμα
ατσιγγαναριά
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.