γυνανδρομορφισμός
Προφορά
Ετυμολογία
γυνανδρομορφισμός γύνανδρος μορφή + κατάλ. -ισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γυνανδρομορφισμός
✦ (βιολ.) ανωμαλία ορισμένων εντόμων ή ζώων που εμφανίζουν κατά περιοχές του σώματός τους αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–