γυνανδρομορφισμός


γυνανδρομορφισμός
Προφορά

Ετυμολογία
γυνανδρομορφισμός γύνανδρος μορφή + κατάλ. -ισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γυνανδρομορφισμός

(βιολ.) ανωμαλία ορισμένων εντόμων ή ζώων που εμφανίζουν κατά περιοχές του σώματός τους αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.