γύνανδρος
Προφορά
Ετυμολογία
γύνανδρος αρχαία ελληνική γύνανδρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γύνανδρος -η, -ο
✦ αυτός που εμφανίζει και αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά, ερμαφρόδιτος
✦ πληθ. ουδ. γύνανδρα ως ουσ., φυτά που έχουν διάταξη άνθους κατά την οποία οι στήμονες με την ωοθήκη συναποτελούν ένα σώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–