γυναικόδουλος


γυναικόδουλος
Προφορά

Ετυμολογία
γυναικόδουλος μεταγενέστερη ελληνική γυναικόδουλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ γυναικόδουλος -η, -ο

✦ ο δούλος των γυναικών, μανιακός γυναικάς
✦ ο υποταγμένος σε σύζυγο ή ερωμένη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.