βρισκούμενο


βρισκούμενο
Προφορά

Ετυμολογία
βρισκούμενο μτχ. ενεστ. του βρίσκομαι (πρβλ. χρειάζομαι – χρειαζούμενος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βρισκούμενο

✦ ό,τι υπάρχει κατά τύχη, χωρίς προετοιμασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.