βρίσκω
Προφορά
Ετυμολογία
βρίσκω μεσαιωνική ελληνική βρίσκω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βρίσκω
✦ συναντώ, ανταμώνω, ανακαλύπτω
✦ πετυχαίνω αυτό που ζητώ
✦ ανακαλύπτω κάτι χαμένο, ανευρίσκω: τη βρήκα την τσάντα που είχα χάσει
✦ προμηθεύω, χορηγώ σε κάποιον: θα σου βρω αγοραστή για το σπίτι
✦ συναντώ το στόχο, πλήττω: τον βρήκε η σφαίρα στην καρδιά
✦ συναντώ αντίσταση, προσκρούω σε κάτι: το συρτάρι κάπου βρίσκει και δεν ανοίγει
✦ ανακαλύπτω τυχαία: βρήκαν αρχαία καθώς έσκαβαν ν’ ανοίξουν θεμέλια
✦ αποκτώ από κληρονομιά: όλα τα βρήκε από τον πατέρα του
✦ εφευρίσκω, ανακαλύπτω: δεν βρέθηκε ο τετραγωνισμός του κύκλου
✦ θεωρώ, κρίνω, μου φαίνεται: κοιτάζοντας τώρα να ελέγξω τη σκέψη μου εκείνη, βρίσκω πως μπορεί να ήταν σωστή (Γ. Σεφέρης)
✦ έρχομαι σε βοήθεια, παραστέκομαι: του βρέθηκε στις δύσκολες στιγμές
✦ (μέσ.) βρίσκομαι, υπάρχω
✦ φρ. τα βρήκανε, τακτοποίησαν τους λογαριασμούς τους, συμφώνησαν – τα βρήκε σκούρα – μπαστούνια, συνάντησε δυσκολίες, αντίξοες περιστάσεις – βρήκε το μπελά του – το διάολό του, έμπλεξε σε απροσδόκητες δυσχέρειες – βρήκε το μάστορή του, έπεσε θύμα πιο ικανού, πιο καπάτσου από τον ίδιο – τη βρίσκω, μου αρέσει υπερβολικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–