βρεμένος
Προφορά
Ετυμολογία
βρεμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του βρέχω
Ερμηνεία
βρεμένος
✦ κ. βρεμένος,-η, -ο επίθ. μουσκεμένος, υγρός: βρεγμένα ρούχα – μαλλιά
✦ φρ. έφυγε σαν βρεμένη γάτα, έφυγε καταντροπιασμένος – ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται (παροιμ.), για αυτόν που δεν φοβάται μήπως πάθει αυτό που ήδη έχει πάθει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–