βακούφι


βακούφι
Προφορά

Ετυμολογία
βακούφι └τουρκ┘vakιf

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βακούφι

✦ κτήμα αφιερωμένο σε ναό, μοναστήρι ή σε ευαγές ίδρυμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.