βαλανείο


βαλανείο
Προφορά

Ετυμολογία
βαλανείο αρχαία ελληνική βαλανεῖον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βαλανείο

✦ ο χώρος, τόπος όπου πλένει κάποιος το σώμα του, το λουτρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.