βαθύς
Προφορά
Ετυμολογία
βαθύς αρχαία ελληνική βαθύς
Ερμηνεία
βαθύς
✦ -ιά, -ύ επίθ. (Κ -εία, -ύ) που έχει βάθος ή βρίσκεται σε βάθος
✦ αυτός που χαρακτηρίζεται από την εισπνοή ή εκπνοή μεγάλης ποσότητας αέρα: βαθύς αναστεναγμός – βαθιά εισπνοή
✦ (για ήχο) ο όχι διαπεραστικός, χαμηλός: βαθιά φωνή
✦ βαρύς: βαθύς ύπνος
✦ σκοτεινόχρωμος: βαθύ γαλάζιο
✦ πυκνός: βαθύ σκοτάδι
✦ προχωρημένος: βαθιά γεράματα
✦ (για καταστάσεις) πλήρης, απόλυτος: βαθιά ησυχία
✦ εμβριθής, βαθυστόχαστος: βαθύς ερευνητής – βαθιά νοήματα
✦ ανεξιχνίαστος: βαθύ μυστήριο
✦ (για καθίσματα) κοίλος και μαλακός, στον οποίο βυθίζεται κάποιος αναπαυτικά: καθότανε με άνεση και μεγαλοπρέπεια σε μια βαθιά πολυθρόνα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αβαθής, ρηχός
Επιρρήματα
βαθιά (Κ βαθέως)