βακελίτης


βακελίτης
Προφορά

Ετυμολογία
βακελίτης └γαλλ┘ bakélite

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βακελίτης

✦ τεχνητή ρητίνη με την οποία κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.