αστείρευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αστείρευτος ἀ στερητικό + στειρεύω
Ερμηνεία
αστείρευτος
✦ κ. αστέρευτος, -η, -ο επίθ. (Κ αστείρευτος, -ος, -ον) που δε στερεύει, ανεξάντλητος: αστείρευτη πηγή γνώσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αστείρευτα (Κ αστειρεύτως)