αστεϊσμός


αστεϊσμός
Προφορά

Ετυμολογία
αστεϊσμός μεταγενέστερη ελληνική ἀστεϊσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αστεϊσμός

✦ αστείο, χωρατό: όμως σαν να δυσαρεστήθηκε μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.