αστάλωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αστάλωτος ἀ στερητικό + σταλώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αστάλωτος -η, -ο
✦ που δεν έχει ακόμη μεστώσει, τρυφερός: αστάλωτο παιδί – ένα κορίτσι δεκατέσσερων ως δεκαπέντε χρονών, τραγουδούσε με την αστάλωτη φωνούλα της (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–