αξεσκόλιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αξεσκόλιστος ἀ στερητικό + ξεσκολίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξεσκόλιστος -η, -ο
✦ που δεν τέλειωσε ακόμη το σχολείο: αξεσκόλιστο είναι ακόμη το παιδί
✦ (συνεκδ.) αδασκάλευτος, άπραγος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αξεσκόλιστα, χωρίς μόρφωση, με ελλιπείς γνώσεις