αξεσκέπαστος


αξεσκέπαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αξεσκέπαστος ἀ στερητικό + ξεσκεπάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξεσκέπαστος -η, -ο

✦ που δεν ξεσκεπάστηκε (κυριολ. κ. μτφ. βλ. λ. ξεσκεπάζω)

Συνώνυμα
καλυμμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.