αξιόγραφο
Προφορά
Ετυμολογία
αξιόγραφο απόδ. στα └ελλ┘ του └γερμ┘ Wertpapier
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αξιόγραφο
✦ έγγραφο στο οποίο είναι ενσωματωμένο ιδιωτικό δικαίωμα για την ενάσκηση του οποίου είναι απαραίτητη η κατοχή του εγγράφου: στα αξιόγραφα περιλαμβάνονται η μετοχή ανώνυμης εταιρείας, η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγήν, η επιταγή κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–