ανωορρηξία


ανωορρηξία
Προφορά

Ετυμολογία
ανωορρηξία ἀ στερητικό + ωορρηξία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανωορρηξία

(ιατρ.) η έλλειψη ωορρηξίας κατά τον καταμήνιο κύκλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.