ακαλλιεργησία


ακαλλιεργησία
Προφορά

Ετυμολογία
ακαλλιεργησία ακαλλιέργητος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακαλλιεργησία

✦ η κατάσταση του ακαλλιέργητου, έλλειψη καλλιέργειας
(μτφ. ) απαιδευσία, αμορφωσιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.