ακαλλιέργητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαλλιέργητος ἀ στερητικό + καλλιεργώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακαλλιέργητος -η, -ο
✦ που δεν έχει καλλιεργηθεί: χωράφι ακαλλιέργητο
✦ (για πρόσωπα μτφ.) αμόρφωτος, απαίδευτος
Συνώνυμα
αγεώργητος, αδούλευτος, χέρσος ,άξεστος
Αντίθετα
καλλιεργημένος, οργωμένος ,καλλιεργημένος, πολιτισμένος, μορφωμένος
Επιρρήματα
–