αιώνιος
Προφορά
Ετυμολογία
αιώνιος αρχαία ελληνική αἰώνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αιώνιος -ια, -ιο
✦ αθάνατος, παντοτινός: αιώνια δόξα
✦ εξαιρετικά στερεός, ανθεκτικός
✦ ο ίδιος πάντοτε, ο συνήθης: ο αιώνιος καβγάς μας για την ασυνέπειά του – πήρε το αιώνιο βαλιτσάκι του (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. αιωνία του η μνήμη, (για κάποιον που πέθανε) ας τον θυμόμαστε πάντοτε – αιώνιος ζωή, η ζωή μετά το θάνατο: βάλτε μέσα στην καρδιά σας αυτά τα θεία νοήματα, για να σας φέρουν εις την αιώνιον ζωήν (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
ακατάλυτος, άφθαρτος
Αντίθετα
εφήμερος, πρόσκαιρος, φθαρτός
Επιρρήματα
αιώνια (Κ αιωνίως)