αγκώνας
Προφορά
Ετυμολογία
αγκώνας αρχαία ελληνική ἀγκών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγκώνας
✦ η εξωτερική γωνία που σχηματίζει η καμπή του βραχίονα: με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια, που μου εξαντλεί τους αγκώνες (Γ. Σεφέρης)
✦ κάθε καμπή που σχηματίζει γωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–