αγκομαχώ
Προφορά
Ετυμολογία
αγκομαχώ μεσαιωνική ελληνική ἀγκομαχῶ, -εῖς, -εῖ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγκομαχώ -άς, -ά
✦ ανασαίνω με δυσκολία, ασθμαίνω, λαχανιάζω: ο καθηγητής αγκομαχούσε με κόπο και με θόρυβο (Γ. Θεοτοκάς)
✦ στενάζω, γογγύζω: δέχτηκε δυνατό χτύπημα. Πονούσε τώρα και αγκομαχούσε (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–