αγκωνή
Προφορά
Ετυμολογία
αγκωνή μεσαιωνική ελληνική ἀγκωνή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγκωνή
✦ γωνία που εισέχει ή εξέχει: είναι δεμένες από το πόδι στον τοίχο στις δυο αντίθετες αγκωνές (Κ. Βάρναλης)
✦ ο χώρος στο εσωτερικό γωνίας
✦ η θέση δίπλα στο τζάκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–