αγκωνάρι
Προφορά
Ετυμολογία
αγκωνάρι αγκωνή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγκωνάρι
✦ μεγάλη πελεκημένη πέτρα, που τοποθετείται, κατά την τοιχοποιία, στις γωνιές των κτισμάτων
✦ γωνιά, αγκωνή
✦ (μτφ. ) θεμέλιο, βάση: ένα λαϊκό τραγούδι… γίνεται αγκωνάρι στην ποιητική δημιουργία του Σολωμού (Γ. Σεφέρης)
✦ (μτφ. για πρόσ.) προστάτης, στήριγμα
Συνώνυμα
ακρογωνιαίος λίθος, ακρόλιθος, γωνιόλιθος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–