αγιασμός
Προφορά
Ετυμολογία
αγιασμός μεταγενέστερη ελληνική ἁγιασμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγιασμός
✦ η αγιοποίηση
✦ θρησκευτική τελετή, για να αγιάσει το νερό
✦ το αγιασμένο νερό: ο Κύριος βαφτίζεται στις εκκλησιές, οι πιστοί ραντίζουνε τ’ αμπελοχώραφα με τον αγιασμό (Π. Πρεβελάκης)
✦ θρησκευτική τελετή σε εγκαίνια, κατά την έναρξη λειτουργίας ιδρύματος, οργανισμού κτλ.: άνοιξαν τα σχολεία με τον καθιερωμένο αγιασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–