αγεωμέτρητος
Προφορά
Ετυμολογία
αγεωμέτρητος αρχαία ελληνική ἀγεωμέτρητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγεωμέτρητος -η, -ο
✦ ο μη γνώστης της γεωμετρίας κ. γεν. των μαθηματικών
✦ αρχαία ελληνική φρ. αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω (επιγραφή στην είσοδο της Ακαδημίας του Πλάτωνος), αποκλείονται όσοι δεν είναι μυημένοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–