άγιος
Προφορά
Ετυμολογία
άγιος αρχαία ελληνική ἁγιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγιος -ια, -ιο
✦ ιερός, όσιος, αφιερωμένος στο Θεό ή σχετιζόμενος με το Θεό
✦ ο αγιοποιημένος από την εκκλησία: εδώ σίγα· κοιμώνται των αγίων τα λείψανα (Α. Κάλβος)
✦ ο σχετικός με το Θεό, το Πνεύμα και τα πρόσωπα που έχουν αγιοποιηθεί από την εκκλησία και με τη λατρεία τους: Άγιος ο Θεός, το Άγιο Πνεύμα, άγιος τάφος, άγιο ποτήριο κτλ.
✦ προσηγορία επισκόπων και μητροπολιτών: ο άγιος Πρεβέζης
✦ πληθ. ουδ. τα άγια ως ουσ., τα τίμια δώρα της θείας μετάληψης, που παρουσιάζει και περιφέρει ο ιερέας κατά τη λειτουργία
✦ τα άγια τοις κυσί, για προσβολή των ιερών και οσίων
✦ σε πολλές φρ.: και άγιος ο Θεός, για κάτι σε μεγάλη ποσότητα και διάρκεια: ξύλο-δουλειά και άγιος ο Θεός – άγιο είχε, για πρόσ. που γλίτωσε από κακό – κάνει τον άγιο, υποκρίνεται τον άκακο και ενάρετο – και ο άγιος φοβέρα θέλει, για άσκηση πιέσεως και εκεί που, κατά τα φαινόμενα, δε χρειάζεται – άγιο τον έκανα να…, τον παρακάλεσα επίμονα – καλός και άγιος αλλά…, για επίταση της αντιθέσεως: καλός και άγιος αλλά χαρτοπαίκτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άγια: φρ.καλά και άγια (έπραξες), πολύ σωστά (Κ αγίως)