έξοδος
Προφορά
Ετυμολογία
έξοδος αρχαία ελληνική ἔξοδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έξοδος
✦ κίνηση, μετάβαση από μέσα προς τα έξω
✦ το σημείο απ’ όπου βγαίνει κανείς
✦ (αρχαία ελληνική θέατρο) το μέρος της τραγωδίας μετά το τελευταίο στάσιμο κατά το οποίο ο χορός αποχωρούσε από την ορχήστρα
✦ απομάκρυνση από υπηρεσία
✦ διαφυγή από ορισμένη ιδ. δυσμενή κατάσταση: η έξοδος από τη νάρκη
✦ εξόρμηση πολιορκημένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
είσοδος
Επιρρήματα
–