χοντροκομμένος


χοντροκομμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χοντροκομμένος χοντρός + κόβω

Ερμηνεία
επίθετο┘ χοντροκομμένος -η, -ο

✦ ο κομμένος ή αλεσμένος σε μεγάλα κομμάτια
(μτφ. ) κακόζηλος, άγαρμπος: χοντροκομμένο αστείο

Συνώνυμα

Αντίθετα
λεπτοκομμένος, ψιλοκομμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.