χοντρόπετσος
Προφορά
Ετυμολογία
χοντρόπετσος χοντρός + πέτσα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χοντρόπετσος -η, -ο
✦ που έχει χοντρό πετσί, παχύδερμος
✦ (μτφ. ) αναίσθητος, ασυνείδητος: θα πρέπει να ‘ναι κανένας πολύ χοντρόπετσος για να μην καταλαβαίνει ότι… υποφέρει από τα ίδια δεινά που υποφέρουν κι εκείνοι (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–