χολοσκάζω


χολοσκάζω
Προφορά

Ετυμολογία
χολοσκάζω χολή + σκάζω

Ερμηνεία
χολοσκάζω

✦ κ. χολοσκάνω ρ. (χολόσκασα) στενοχωριέμαι, δυσαρεστούμαι
✦ (μτβ.) ερεθίζω, εξοργίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.