πλάστιγγα


πλάστιγγα
Προφορά

Ετυμολογία
πλάστιγγα αρχαία ελληνική πλάστιγξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλάστιγγα

✦ ζυγαριά για μεγάλα βάρη
✦ ο δίσκος της ζυγαριάς
✦ φρ. γέρνει η πλάστιγγα, για άτομο ή ομάδα που αποκτά υπεροχή έναντι άλλων ή για άποψη που επικρατεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.