καπαρωμένος


καπαρωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
καπαρωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καπαρώνω

Ερμηνεία
καπαρωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που καπαρώθηκε: το σπίτι είναι καπαρωμένο
(μτφ. ) που αρραβωνιάστηκε, φανερά ή κρυφά: η κοπέλα είναι καπαρωμένη κι άδικα την τριγυρίζεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.