καπέλο


καπέλο
Προφορά

Ετυμολογία
καπέλο └ιταλ┘capello

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καπέλο

✦ κάλυμμα του κεφαλιού: τους αποχαιρετήσαμε κουνώντας τα καπέλα (Ν. Καββαδίας)
✦ αθέμιτη αύξηση, από τον έμπορο, της τιμής εμπορεύματος: άμα δεν πληρώσεις γερό καπέλο, δεν τρως κρέας της προκοπής
✦ (φρ. μτφ.) του βγάζω το καπέλο μου, αναγνωρίζω την ανωτερότητα κάποιου, αποκαλύπτομαι μπροστά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.