καουμπόι


καουμπόι
Προφορά

Ετυμολογία
καουμπόι └αγγλ┘cowboy

Ερμηνεία
καουμπόι

✦ άνδρας, συνήθως έφιππος, που φροντίζει αγέλη βοοειδών (η λ. για τις δυτικές περιοχές των Η.Π.Α. κατά τον 19ο αι.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.