φείδομαι
Προφορά
Ετυμολογία
φείδομαι αρχαία ελληνική φείδομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φείδομαι
✦ ξοδεύω με μέτρο και περίσκεψη
✦ αφήνω απείραχτο, δεν καταστρέφω
✦ φρ. χρόνου φείδου, μην σπαταλάς τον χρόνο σου, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σου
Συνώνυμα
τσιγκουνεύομαι
Αντίθετα
σπαταλώ
Επιρρήματα
–