φειδωλεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
φειδωλεύομαι φειδωλός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φειδωλεύομαι
✦ είμαι φειδωλός, λυπούμαι να ξοδέψω ή να διαθέσω κάτι, τσιγκουνεύομαι: φειδωλευόμαστε με μια πεισματάρα τσιγκουνιά (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–